- εὔπεπλον
- εὔπεπλοςwith beautiful peplosmasc/fem acc sgεὔπεπλοςwith beautiful peplosneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπεπλος — εὔπεπλος, ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, ον (Α) 1. (για γυναίκες) 1. αυτή που έχει ωραίο πέπλο 2. (κατ επέκταση) ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία εμφάνιση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπεπλον το δαφνοειδές, μικρός θάμνος με εύοσμα άνθη που… … Dictionary of Greek